- θραυστήριος
- θραυσ-τήριος, α, ον,A capable of dissolving,
λίθων Aët.2.19
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίθων Aët.2.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θραυστήριος — θραυστήριος, ία, ον (Α) [θραύω] ικανός να σπάζει … Dictionary of Greek
θραυστήριος — capable of dissolving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek